κολουμνέα

κολουμνέα
η
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας γεσνεριίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. columnea < Columna, εκλατινισμένο όν. τού Ιταλού λογίου Fabio Colonna].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”